- αιολιπίλη
- Βλ. λ. αιολόσφαιρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιολόσφαιρα — Είδος αρχέτυπου ατμοστρόβιλου που κατασκευάστηκε από τον Αλεξανδρινό μαθηματικό και φυσικό Ήρωνα το 120 π.Χ. και με τον οποίο διακριβώθηκε για πρώτη φορά η κινητήρια δύναμη του ατμού. Ο Ρωμαίος μηχανικός Βιτρούβιος την ονόμαζε αιολιπίλη. Ήταν μια … Dictionary of Greek